χειράφετος

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

German (Pape)

[Seite 1344] freigelassen, das lat. manumissus, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

χειράφετος: -ον, ὁ ἀφεθεὶς ἐλεύθερος, ἀπελεύθερος, Λατιν. manumissus, Σουΐδ.· - τὸ ῥῆμα χειραφετέω, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει χειραφετηθεί, που έχει απαλλαγεί από την εξουσία άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ἄφετος «ελεύθερος, απελευθερωμένος» (< ἀφίημι)].