ητος, ἡ,
A widowhood, PMasp.5.23, al. (vi A. D.).
-ότητος, ἡ, Αη κατάσταση της χηρείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. χηραῖος, κατά το γεραιότης].