χιονόπεζα
English (LSJ)
ἡ,
A with snow-white feet, Nonn.D.22.136. [ῑ metri gr.]
German (Pape)
[Seite 1356] ἡ, mit schneeweißen Füßen, Nonn. 22, 136.
Greek (Liddell-Scott)
χιονόπεζα: ἡ, ἡ ἔχουσα τοὺς πόδας λευκοὺς ὡς ἡ χιών, Νόνν. Διονυσ. 22. 136 [ῑ ἐν ἑξαμ.].
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
αυτή που έχει χιονόλευκα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + πέζα «πόδι» (πρβλ. ἀργυρό-πεζα)].