χλανίσκιον

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

τό, Dim. of foreg., Ar.Ach.519, Aeschin.1.131;

   A ὑπὸ τοὐμὸν κοιμωμένη χ. Alciphr.1.38.

German (Pape)

[Seite 1358] τό, dim. von χλανίσκος; Ar. Ach. 493; Aesch. 1, 131; Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de χλανίς.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. τ. του χλανίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλανιδίσκιον με απλολογία].