χλανιδίσκιον
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
τό, = χλανίδιον, Aristaenet.1.11 (nisi leg. χλανισκίδιον).
German (Pape)
[Seite 1358] τό, dim. von χλανίς, Aristaen. 1, 11. Vgl. χλανισκίδιον.
Greek (Liddell-Scott)
χλᾰνῐδίσκιον: τό, πιθαν. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ χλανισκίδιον παρ’ Ἀρισταιν. 1. 11.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. τ. του χλανίς, κλανίσκιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς, -ίδος«είδος επενδύτη» + υποκορ. κατάλ. -ίσκ-ιον (< υποκορ. κατάλ. -ίσκος), πρβλ. καλαθ-ίσκ-ιον, τροχ-ίσκ-ιον].