χλανίσκος
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
German (Pape)
[Seite 1358] ὁ, dim. von χλανίς, Pollux.
Greek (Liddell-Scott)
χλανίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ χλανίς, καὶ ἐξ αὐτοῦ ἕτερον ὑποκοριστ. χλᾰνίσκιον, τό, μικρὰ χλανίς, «ἱμάτιον λεπτὸν» (καθ’ Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 519, Αἰσχίν. 18. 30 (πρβλ. χλανὶς ἐν τέλει)· - καὶ τρίτον ὑποκορ. χλανισκίδιον, τό, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1002· πρβλ. χλανιδίσκιον.
Greek Monolingual
ὁ, Α
υποκορ. τ. του χλανίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς «είδος επενδύτη» + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ὀβελίσκος). Ο τ. είναι μτγν. από τους άλλους τ. υποκορ.].