Κυβεληγενής

Revision as of 11:00, 19 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

Κυβεληγενής, -ές (Α)
(επίθ. της Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κύβελον + -γενής (< γένος), πρβλ. Λυκη-γενής, Πυλη-γενής. Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς άλλα σύνθ. (πρβλ. γαιη-γενής)].