αγγειώδης

Revision as of 08:46, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-ες (Α ἀγγειώδης) ἀγγεῑο
αυτός που μοιάζει με αγγείο, κοίλος
νεοελλ.
ο ραγοειδής χιτώνας του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. vascular bundle].