-ες (Α ἀγγειώδης) ἀγγεῑοαυτός που μοιάζει με αγγείο, κοίλοςνεοελλ.ο ραγοειδής χιτώνας του οφθαλμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. vascular bundle].