ίκτωρ

Revision as of 08:46, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἵκτωρ, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ο ικέτης
2. ως επίθ. φρ. «μαστὸν ἵκτορα» — με τον μαστό που επιδεικνύεται σε κίνηση ικεσίας (Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ- τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ, πράκ-τωρ)].