ἵκτωρ, ὁ (Α)(ποιητ. τ.)1. ο ικέτης2. ως επίθ. φρ. «μαστὸν ἵκτορα» — με τον μαστό που επιδεικνύεται σε κίνηση ικεσίας (Ευρ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ- τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ, πράκ-τωρ)].