ἵππαγρος, ὁ (Α)άγριος ίππος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -αγρος (< ἀγρός), πρβλ. βό-αγρος, σύ-αγρος. Για τη σειρά τών συνθετικών βλ. λ. ιπποπόταμος].