ίππαγρος

Revision as of 08:48, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἵππαγρος, ὁ (Α)
άγριος ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -αγρος (< ἀγρός), πρβλ. βό-αγρος, σύ-αγρος. Για τη σειρά τών συνθετικών βλ. λ. ιπποπόταμος].