αλγεσίθυμος

Revision as of 10:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἀλγεσίθυμος, -ον (Α)
αυτός που θλίβει την καρδιά μας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀλγεσι- (< (ἄλγος) + θυμὸς για τη σημασία του επιθ. πρβλ. και τερψίμβροτος.