αεροτροπισμός

Revision as of 10:20, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ο (Βιολ.)
τροπισμός που προκαλείται από τον ατμοσφαιρικό αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aerotropism < aero- (< ελλ. αήρ, -έρος) + tropism (πρβλ. τροπισμός)].