αμυγδαλίτιδα

Revision as of 10:20, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

η Ιατρ.
μικροβιακή φλεγμονή των (παρίσθμιων) αμυγδαλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < amygdalitis, νεολατιν. επιστημον. όρος < νεολατιν. amygdala (πρβλ. αμυγδαλή) + νεολατιν. κατάλ. -itis (πρβλ. -ίτιδα)].