αλυχταίνω

Revision as of 10:47, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

αλυχτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλυχτῶ με μεταπλασμό κατά τα ρήματα σε -αίνω (πρβλ. ζεσταίνω, χορταίνω, θερμαίνω)].