ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
αλυχτώ.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλυχτῶ με μεταπλασμό κατά τα ρήματα σε -αίνω (πρβλ. ζεσταίνω, χορταίνω, θερμαίνω)].