-ασα, -αν (AM ἁπαξάπας)όλος ανεξαιρέτως, ολόκληρος, όλος με μιας.[ΕΤΥΜΟΛ. Επαναληπτικό σύνθετο: άπαξ + άπαξ (πρβλ. νεοελλ. γαϊδουρογάιδαρος)].