αξιόσκεπτος
Greek Monolingual
ἀξιόσκεπτος, -ον (Α)
ο υπολογίσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + -σκεπτός < σκέπτομαι (πρβλ. άσκεπτος, εύσκεπτος κ.ά.)].
ἀξιόσκεπτος, -ον (Α)
ο υπολογίσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + -σκεπτός < σκέπτομαι (πρβλ. άσκεπτος, εύσκεπτος κ.ά.)].