υπολογίσιμος
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που μπορεί να υπολογιστεί
2. μτφ. αυτός που πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν, σημαντικός (α. «υπολογίσιμος παράγοντας» β. «υπολογίσιμος αντίπαλος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπολογίζω + κατάλ. -ιμος (πρβλ. εμφανίσιμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν].