ασπρειδερός

Revision as of 11:01, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ἀσπρουδερός και ἀσπροδερός, -ή, -ό
αυτός του οποίου το χρώμα είναι σχεδόν άσπρο, ο υπόλευκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + ειδή, η («πρόσωπο») + (κατάλ.) -ερός (πρβλ. μαυρειδερός)
η γραφή ασπριδερός δεν δικαιολογείται ετυμολογικά].