Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
και ἀσπρουδερός και ἀσπροδερός, -ή, -όαυτός του οποίου το χρώμα είναι σχεδόν άσπρο, ο υπόλευκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + ειδή, η («πρόσωπο») + (κατάλ.) -ερός (πρβλ. μαυρειδερός)η γραφή ασπριδερός δεν δικαιολογείται ετυμολογικά].