αυτοπεποίθηση

Revision as of 11:01, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
το να έχει κανείς εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και τις ικανότητές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + πεποίθηση. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. self-confidence). Η λ., στον λόγιο τ., αυτοπεποίθησις μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Σχινά].