ἁβρόπλουτος
English (LSJ)
ον,
A richly luxuriant, χαίτη E.IT1148.
Greek (Liddell-Scott)
ἁβρόπλουτος: -ον, πλουσίως χλιδανός, Εὐρ. Ι. Τ. 1148. Περὶ τοῦ χωρίου τούτου, ἐν ᾧ εὑρίσκεται ἡ λέξις αὕτη, οὐδόλως συμφωνοῦσιν οἱ φιλόλογοι· ὁ Γ. Δινδόρφιος ἔχει: «χαίτας ἁβρόπλουτον ἐς ἔριν ὀρνυμένα», ὁ Πάλεϋ: «χαίτας τ’ εἰς ἔριν ἁβρόπλουτον ὀρνυμένα», κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
luxuriant, opulent.
Étymologie: ἁβρός, πλοῦτος.
Spanish (DGE)
-ον
propio de la riqueza de algo fino o delicado ἁ. χαίτα sedoso cabello E.IT 1148.