ἁβρόπλουτος

Revision as of 17:05, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A richly luxuriant, χαίτη E.IT1148.

Greek (Liddell-Scott)

ἁβρόπλουτος: -ον, πλουσίως χλιδανός, Εὐρ. Ι. Τ. 1148. Περὶ τοῦ χωρίου τούτου, ἐν ᾧ εὑρίσκεται ἡ λέξις αὕτη, οὐδόλως συμφωνοῦσιν οἱ φιλόλογοι· ὁ Γ. Δινδόρφιος ἔχει: «χαίτας ἁβρόπλουτον ἐς ἔριν ὀρνυμένα», ὁ Πάλεϋ: «χαίτας τ’ εἰς ἔριν ἁβρόπλουτον ὀρνυμένα», κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
luxuriant, opulent.
Étymologie: ἁβρός, πλοῦτος.

Spanish (DGE)

-ον
propio de la riqueza de algo fino o delicado ἁ. χαίτα sedoso cabello E.IT 1148.

Greek Monotonic

ἁβρόπλουτος: -ον, άφθονος, πολυτελής, σε Ευρ.