ἁγνόρυτος

Revision as of 17:06, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A pure-flowing, ποταμός A.Pr.434(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁγνόρῠτος: -ον, ὁ καθαρὰ ῥέων, ποταμός, Αἰσχ. Πέρσ. 434 (λυρ.): ποιητ. τύπος μεθ ̓ ἑνὸς ρ χάριν τοῦ μέτρου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cours limpide.
Étymologie: ἁγνός, ῥέω.

Spanish (DGE)

(ἁγνόρῠτος) -ον de corrientes puras ποταμός A.Pr.434.

Greek Monotonic

ἁγνόρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που έχει αγνή, καθαρή ροή ύδατος· ποταμός, σε Αισχύλ.