ἅδε: ἁδεῖν, ἴδε ἐν λ. ἁνδάνω.
3ᵉ sg. ao.2 de ἁνδάνω.2dor. c. ἥδε, fém. de ὅδε.
v. ἁνδάνω.
ἅδε: γʹ ενικ. αορ. βʹ του ἁνδάνω.