ἅδε

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 de ἁνδάνω.
2dor. c. ἥδε, fém. de ὅδε.

Russian (Dvoretsky)

ἅδε:
I 3 л. sing. aor. к ἁνδάνω.
II дор. = ἥδε.

Greek (Liddell-Scott)

ἅδε: ἁδεῖν, ἴδε ἐν λ. ἁνδάνω.

Spanish (DGE)

v. ἁνδάνω.

Greek Monotonic

ἅδε: γʹ ενικ. αορ. βʹ του ἁνδάνω.