ἀθείαστος

Revision as of 17:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A uninspired, οὐκ ἀ. Plu.Cor.33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non inspiré par la divinité.
Étymologie: ἀ, θειάζω.

Spanish (DGE)

-ον
no inspirado ἐπίνοια οὐκ ἀ. Plu.Cor.33, μαντεία Plu.2.417a.

Greek Monotonic

ἀθείαστος: -ον (θειάζω), αυτός που δεν έχει έμπνευση από τον θεό, σε Πλούτ.