θειάζω
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
(θεῖος A)
A to be inspired, frenzied, ὁπόσοι αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν as many as made them hope by divinations, Th.8.1; θ. καὶ θεοφορεῖται is divinely inspired, Ph.1.479; ὁπόσοι τελεταῖς ἐθείαζον obtained inspiration through ritual, Philostr.Her.5.3.
2 prophesy, ὅτι στρατοπεδεύσοιτο D.C.Fr.57.48:—Pass., [λόγος] ἐπὶ τῇ τελευτῇ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐθειάσθη Arr.An.7.18.6; λόγιον ὑπὸ τοῦ ὁμίλου θειασθέν D.C.62.18.
II worship as divine, Id.59.27; Πυθαγόραν καὶ Πλάτωνα Dam.Isid.36:—Pass., Max.Tyr.8.9.
German (Pape)
[Seite 1191] göttlich machen, vergöttern, Sp., wie Clem. Alex.; göttlich verehren, D. C. 59, 27. – Begeistern u. in göttlicher Begeisterung prophezeihen, ὠργίζοντο τοῖς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι, καὶ ὁπόσοι τι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν Thuc. 8, 1 (vgl. auch θειασμός), wie ἐθειάσθη Arr. An. 7, 18, 12; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
être inspiré des dieux ; prophétiser.
Étymologie: θεῖος¹.
Russian (Dvoretsky)
θειάζω: θεῖος II] (по вдохновению свыше) прорицать, пророчить: αὐτούς, θειάσαντες, ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν Thuc. (жрецы) своими предсказаниями внушили им (афинянам) надежду, что они овладеют Сицилией.
Greek (Liddell-Scott)
θειάζω: (θεῖος) συμβουλεύομαι μαντεῖα, μαντεύομαι, ὁπόσοι αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν, ὅσοι παρέσχον εἰς αὐτοὺς ἐλπίδας διὰ μαντειῶν, Θουκ. 8. 1, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 7. 18, 2, καὶ ἴδε θειασμός. ΙΙ. λατρεύω ὡς θεόν, Δίων Κ. 59. 27· ὡσαύτως, κάμνω τινὰ θεόν, ἀποθεώνω, καινὸν ἄλλο τεθείακε θεὸν Κλήμ. Ἀλ. 492, κτλ. ΙΙΙ. πληρῶ τινα τοῦ θείου, ἐμπνέω, ὁπόσοι τελεταῖς ἐθείαζον, ἐνεθουσίαζον, Φιλόστρ. 704. ― Καθ’ Ἡσύχ. «θειαζόντων· μαινομένων».
Greek Monolingual
θειάζω (Α) [[[θείος]] (Ι)]
1. είμαι εμπνευσμένος, έχω θεία έμπνευση και μαντεύω, προφητεύω («ὁπόσοι τι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν» — και όσοι τους έκαναν να ελπίσουν με μαντείες, Θουκ.)
2. λαμβάνω θεία έμπνευση («θειάζει καὶ θεοφορεῖται» — είναι θεϊκά εμπνευσμένος)
3. λατρεύω ως θεό, αποδίδω θεϊκές τιμές
4. θεοποιώ, κάνω κάτι θεϊκό.
Greek Monotonic
θειάζω: μέλ. -σω (θεῖος), εξασκώ τη μαντική τέχνη, σε Θουκ.
Middle Liddell
θειάζω, fut. -σω θεῖος
to practice divinations, Thuc.
Mantoulidis Etymological
(=λατρεύω κάποιον σάν θεό, ἀποθεώνω). Ἀπό τό θεῖος (=θεϊκός, ἔξοχος) πού παράγεται ἀπό τό θεός.
Παράγωγα: θειασμός (=ἐνθουσιασμός), θειαστής (=λατρευτής), θειαστικός, ἐπιθειασμός (=ἱκεσία, ἔμπνευση), ἐπιθείασις (=ἐπίκληση θεῶν).