αἰθριάω

Revision as of 17:18, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A expose to the air, cool, αἰθριήσας Hp.Morb.3.17; cf.αἰθριάζω.    II intr., clear up, of the sky, ὡς δ' ᾐθρίᾱσε Babr.45.9.

Greek (Liddell-Scott)

αἰθριάω: ἐκθέτω εἰς τὸν ἀέρα, ψυχραίνω, αἰθριήσας, Ἱππ. 497. ἐν τέλ. ἀλλ’ ἀμέσως κατωτέρω ᾐθριασμένα (ἐκ τοῦ αἰθριάζω). ΙΙ. ἀμετάβ. εἶμαι ἢ γίνομαι ἀνέφελος, καθαρός, ἐπὶ τοῦ στερεώματος, ὡς δ’ ᾐθρίᾱσε, Βαβρ. 45. 9 (Meineke ᾐθρίαζε).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
exposer en plein air, à la fraîcheur.
Étymologie: αἰθρία.

Spanish (DGE)

pasar la noche al relente, dormir a la intemperie, Eleg.Alex.Adesp.SHell.958.17 (cj. en ap.crít.).

Greek Monotonic

αἰθριάω: αμτβ., γίνομαι ανέφελος, καθαρός, λέγεται για τον ουρανό· ὡς δ' ᾐθρίᾱσε, σε Βάβρ.