αἱματοσταγής
English (LSJ)
ές, (στάζω)
A blood-dripping, reeking with blood, φόνος A.Ag.1309, cf. Pers.816, E. Supp.812 (lyr.), Ar.Ra.471.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματοσταγής: -ές, (στάζω) = ὁ στάζων αἷμα, ἀνχίζων αἷμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 816. Θ. 836. Εὐρ. Ἱκ. 812. Ἀριστοφ. Βάτρ. 471: ― Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 365 ἡ λέξις εἶνε παρὰ τὸ μέτρον: περὶ δὲ τοῦ ἐν Χο. 842, πρβλ. δειματοσταγής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dégouttant de sang.
Étymologie: αἷμα, στάζω.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτοστᾰγής) -ές
1 que gotea sangre φόνος A.A.1309, ἄχθος A.Ch.842, Ἀχερόντιός τε σκόπελος Ar.Ra.471, κηλίς E.Fr.871.
2 envuelto en sangre νεκροί A.Th.836, σώματα E.Supp.812.
Greek Monotonic
αἱμᾰτοστᾰγής: -ές (στάζω), αυτός που στάζει αίμα, σε Αισχύλ.