αἰειγενέτης

Revision as of 17:21, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ὁ, poet. for ἀειγενέτης, Il.2.400, Od.2.432, al.

Greek (Liddell-Scott)

αἰειγενέτης: ὁ, ποιητ ἀντὶ τοῦ ἀειγενέτης, Ἰλ. Β. 400, Ὀδ. Β. 432, κ. ἀλλ. (περὶ συνθέτων ἐκ τοῦ αἰεί, τὰ ὁποῖα ἐνταῦθα παραλείπονται, ἴδε ἐν τῷ τύπῳ ἀει-).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj.
immortel.
Étymologie: ἀεί, γίγνομαι.

English (Autenrieth)

immortal, eternal.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ eterno, que vive siempre sólo de los dioses θεῶν αἰειγενετάων Il.2.400, Od.23.81, Hes.Th.548, 893, 993, h.Cer.36, θεοῖσ' αἰειγενετῇσιν Il.3.296, 6.527, Od.2.432, Hes.Fr.283.3.

Greek Monotonic

αἰειγενέτης: ὁ, ποιητ. αντί ἀειγενέτης.