Αἰγυπτογενής

Revision as of 17:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ές,

   A of Egyptian race, A.Pers.35.

Greek (Liddell-Scott)

Αἰγυπτογενής: ἐς, ἐξ Αἰγυπτιακοῦ γένους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 35.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né en Égypte.
Étymologie: Αἴγυπτος, γίγνομαι.

Spanish (DGE)

-ές
de raza egipcia A.Pers.35
ref. a las Danaides, A.Supp.30, 1053.

Greek Monotonic

Αἰγυπτογενής: ές (γένος), αυτός που ανήκει στην Αιγυπτιακή γενιά, οικογένεια, καταγωγή, σε Αισχύλ.