αἱμόδιψος

Revision as of 17:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A bloodthirsty, Luc.Ocyp.97.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμόδιψος: -ον, = διψῶν αἵματος, Λουκ. Ὡκύπ. 97.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
altéré de sang.
Étymologie: αἷμα, δίψα.

Spanish (DGE)

-ον
sediento de sangre fig. de un escalpelo τομή Luc.Ocyp.97.

Greek Monotonic

αἱμόδιψος: -ον, αυτός που διψά για αίμα, σε Λουκ.