ἀκεραύνωτος

Revision as of 17:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A not struck by lightning, Luc.J. Tr.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκεραύνωτος: -ον, ὁ μὴ πληγεὶς ὑπὸ κεραυνοῦ, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀκέραυνος.
Étymologie: ἀ, κεραυνόω.

Spanish (DGE)

-ον no fulminado por el rayo Luc.ITr.25.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκεραύνωτος, -ον) κεραυνῶ
όποιος δεν έχει χτυπηθεί από κεραυνό.

Greek Monotonic

ἀκεραύνωτος: -ον (κεραυνόω), αυτός που δεν έχει πληγεί από κεραυνό, σε Λουκ.