ἀκροπενθής

Revision as of 17:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ές,

   A f.l. for ἁβρο-, A.Pers.135 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροπενθής: -ές, εἰς ὑπερβολὴν τεθλιμμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 135 (λυρ.)· ἀλλ’ ὁ Paley γράφει ἁβροπενθεῖς, ἁβρῶς πενθοῦσαι, ἐκ τοῦ Σχολ., πρβλ. ἁβρόγοος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
extrêmement affligé.
Étymologie: ἄκρος, πένθος.

Greek Monolingual

ἀκροπενθὴς (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που έχει βαρύ πένθος, ο βαθιά θλιμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + -πενθὴς < πένθος.

Greek Monotonic

ἀκροπενθής: -ές (πένθος), υπερβολικά θλιμμένος, σε Αισχύλ.