ἀκροπενθής

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροπενθής Medium diacritics: ἀκροπενθής Low diacritics: ακροπενθής Capitals: ΑΚΡΟΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: akropenthḗs Transliteration B: akropenthēs Transliteration C: akropenthis Beta Code: a)kropenqh/s

English (LSJ)

ἀκροπενθές, f.l. for ἁβροπενθής, A.Pers.135 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
extrêmement affligé.
Étymologie: ἄκρος, πένθος.

German (Pape)

Περσίδες, höchst traurig, Aesch. Pers. 132.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροπενθής: горько скорбящий (Περσίδες Aesch. - v.l. ἁβροπενθής).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροπενθής: -ές, εἰς ὑπερβολὴν τεθλιμμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 135 (λυρ.)· ἀλλ’ ὁ Paley γράφει ἁβροπενθεῖς, ἁβρῶς πενθοῦσαι, ἐκ τοῦ Σχολ., πρβλ. ἁβρόγοος.

Greek Monolingual

ἀκροπενθὴς (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που έχει βαρύ πένθος, ο βαθιά θλιμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + -πενθὴς < πένθος.

Greek Monotonic

ἀκροπενθής: -ές (πένθος), υπερβολικά θλιμμένος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πένθος
exceeding sad, Aesch.