Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges
-η, -ο (Μ θλιμμένος, -η, -ον)
1. λυπημένος, στενοχωρημένος
2. πένθιμος.
επίρρ...
θλιμμένα (Μ θλιμμένα)
με θλίψη, λυπητερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παθητ. μτχ. του θλίβω.