ἀκλάρωτος

Revision as of 17:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Greek (Liddell-Scott)

ἀκλάρωτος: Δωρ. ἀντὶ ἀκλήρωτος, Πίνδ.

English (Slater)

ᾰκλᾱρωτος
   1 without a share of, c. gen. καί ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν pr. (O. 7.59)

Greek Monotonic

ἀκλάρωτος: Δωρ. αντί ἀκλήρωτος.