ἀναγραφεύς
English (LSJ)
έως, ὁ,
A recorder, esp. as title of commissioners appointed to codify laws, IG1.61, cf. Lys.30.2,25. II registrar of decrees, IG2.192c, cf. 191. III plan, pattern, design, IG2.1054b33, Ph.Bel.52.42.
German (Pape)
[Seite 184] έως, ὁ, der Aufschreiber, ἀναγραφεὺς νόμων Lys. 30, 2, der die Gesetze des Solon abschreiben mußte, übh. der Beamte, der die ἀναγραφή besorgen muß.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγραφεύς: έως, ὁ, ὁ ἐπὶ τῶν ἀναγραφῶν γραμματεύς, ὁ ἐγγράφων εἰς πίνακας τοὺς νόμους τῆς πόλεως καὶ ἀντιγράφων τοὺς τοῦ Σόλωνος, Λατ. scriba publicus, τῶν νόμων ἀναγρ. Λυσ. 183. 11· τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων 185, 33: πρβλ. Βοικχ. Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. σ. 63. Περὶ ἑτέρας σημ. τῆς λέξεως παρὰ Φιλ. Βελοπ. σ. 51, ἴδε Στεφ. Θησ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
greffier ou secrétaire d’État.
Étymologie: ἀναγράφω.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Alolema(s): ἀγγροφεύς IAE 42.65 (III a.C.)
1 registrador de decretos, IG 12.115.5 (V a.C.), Lys.30.2, 25, IG 22.384 (IV a.C.), 22.1700.215 (IV a.C.), IAE l.c.
2 plano, diseño, IG 22.1666 A.34 (IV a.C.), Ph.Bel.52.42.
Greek Monotonic
ἀναγρᾰφεύς: -έως, ὁ (ἀναγράφω), αρμόδιος για τις αναγραφές, τις καταχωρήσεις, γραμματέας, σε Λυσ.