δεδίττομαι

Revision as of 18:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A v. δειδίσσομαι.

Greek (Liddell-Scott)

δεδίττομαι: ἴδε ἐν λ. δειδίσσομαι.

French (Bailly abrégé)

att. c. δεδίσσομαι.

Spanish (DGE)

v. δειδίσσομαι.

Greek Monolingual

βλ. δειδίσσομαι.

Greek Monotonic

δεδίττομαι: βλ. δειδίσσομαι.