δεδίττομαι
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
v. δειδίσσομαι.
Spanish (DGE)
v. δειδίσσομαι.
French (Bailly abrégé)
att. c. δεδίσσομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δεδίττομαι: ἴδε ἐν λ. δειδίσσομαι.
Greek Monolingual
βλ. δειδίσσομαι.
Greek Monotonic
δεδίττομαι: βλ. δειδίσσομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεδίττομαι, Ion. δεδίσσομαι, ep. δειδίσσομαι [δείδω] aor. ἐδεδιξάμην, ep. inf. δειδίξασθαι, ptc. δειδισάμενος; fut. δεδίξομαι, ep. inf. δειδίξεσθαι met acc., causat. bang maken, angst aanjagen, verschrikken:; μηδέ... δειδίσσεο λαὸν Ἀχαιῶν jaag het krijgsvolk der Grieken geen angst aan Il. 4.184; Ἕκτορα... ἀπὸ νεκροῦ δειδίξασθαι Hector doen terugdeinzen van het lijk Il. 18.164; τουτουσὶ δεδιξάμενος na hen angst te hebben aangejaagd Dem. 19.291; met inf.:; φευγέμεν ἂψ ὀπίσω δειδίσσετο hij maakte ze bang zodat ze terugdeinzend wegvluchtten Theocr. 25.74; pass.: κακὸν ὣς δειδίσσεσθαι je als een lafaard bang te laten maken Il. 2.190. intrans. bang zijn:. καθάπερ ἱερεῖον... δεδιττόμενον ἀπέσφαξαν ze slachtten hem als een offerdier zo bang af Plut. Dion 57.4.
German (Pape)
att. = δεδίσσομαι.