ἀφοίβαντος

Revision as of 18:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A uncleansed, unclean, A.Eu.237, Fr.148.

German (Pape)

[Seite 413] χείρ, ungereinigt, unrein, Aesch. Eum. 228

Greek (Liddell-Scott)

ἀφοίβαντος: -ον, ὁ μὴ καθαρθείς, ἀκάθαρτος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 237, Ἀποσπ. 147.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non purifié ; souillé.
Étymologie: ἀ, φοιβαίνω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀφοίβατος A.Fr.148
impuro χείρ A.Eu.237, cf. l.c.

Greek Monolingual

ἀφοίβαντος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει καθαρθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φοιβαίνω (Η σύχ.) «λαμπρύνω, καθαρίζω»].

Greek Monotonic

ἀφοίβαντος: -ον (φοιβαίνω = φοιβάω), ακάθαρτος, μιαρός, σε Αισχύλ.