ἁπαλόθριξ

Revision as of 18:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

German (Pape)

[Seite 277] τριχος, mit zartem, weichem Haar, Eur. Bacch. 1183 (accus. sing.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁπᾰλόθριξ: ιχος, ὁ ἔχων ἁπαλὰς τρίχας, Εὐρ. Βάκχ. 1185.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
à la chevelure douce ou souple.
Étymologie: ἁπαλός, θρίξ.

Greek Monolingual

ἁπαλόθριξ (-τριχος), ο (Α)
αυτός που έχει μαλακά μαλλιά.

Greek Monotonic

ἁπᾰλόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μαλακές τρίχες, απαλά μαλλιά, σε Ευρ.