ἁπαλόθριξ

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπαλόθριξ Medium diacritics: ἁπαλόθριξ Low diacritics: απαλόθριξ Capitals: ΑΠΑΛΟΘΡΙΞ
Transliteration A: hapalóthrix Transliteration B: hapalothrix Transliteration C: apalothriks Beta Code: a(palo/qric

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, soft-haired, E. Ba. 1186 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 277] τριχος, mit zartem, weichem Haar, Eur. Bacch. 1183 (accus. sing.).

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
à la chevelure douce ou souple.
Étymologie: ἁπαλός, θρίξ.

Russian (Dvoretsky)

ἁπᾰλόθριξ: τρῐχος adv. с мягкими волосами Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπᾰλόθριξ: ιχος, ὁ ἔχων ἁπαλὰς τρίχας, Εὐρ. Βάκχ. 1185.

Greek Monolingual

ἁπαλόθριξ (-τριχος), ο (Α)
αυτός που έχει μαλακά μαλλιά.

Greek Monotonic

ἁπᾰλόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μαλακές τρίχες, απαλά μαλλιά, σε Ευρ.

Middle Liddell

soft-haired, Eur.