ἁπαλόθριξ
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
-τριχος, ὁ, ἡ, soft-haired, E. Ba. 1186 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 277] τριχος, mit zartem, weichem Haar, Eur. Bacch. 1183 (accus. sing.).
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
à la chevelure douce ou souple.
Étymologie: ἁπαλός, θρίξ.
Russian (Dvoretsky)
ἁπᾰλόθριξ: τρῐχος adv. с мягкими волосами Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλόθριξ: ιχος, ὁ ἔχων ἁπαλὰς τρίχας, Εὐρ. Βάκχ. 1185.
Greek Monolingual
ἁπαλόθριξ (-τριχος), ο (Α)
αυτός που έχει μαλακά μαλλιά.
Greek Monotonic
ἁπᾰλόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μαλακές τρίχες, απαλά μαλλιά, σε Ευρ.
Middle Liddell
soft-haired, Eur.