ἀπάτερθε

Revision as of 18:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

[πᾰ], before a vowel ἀπάσχολ-θεν, Adv.

   A apart, aloof, ἀ. δὲ θωρήσσοντο Il.2.587, cf. Thgn.1059, Pi.O.7.74.    II as Prep. c.gen., far away from, ἀπάτερθεν ὁμίλου Il.5.445, cf. Thgn.1153; γόων ἀ. IG14.2123.

German (Pape)

[Seite 281] vor Vokalen ἀπάτερθεν, abgesondert, ganz gesondert, wie ἄτερθε, absolut Hom. Iliad. 2, 587. 18, 217; c. gen. 5, 445 ἀπάτερθεν ὁμίλου θῆκεν; ἔχω Pind. Ol. 7, 74.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάτερθε: πρὸ συμφώνου, πρὸ δὲ φωνήεντος -θεν, ἐπίρρ., χωρίς, χωριστά, μακράν, ἀπ. δὲ θωρήσσοντο Ἰλ. Β. 587, πρβλ. Θέογν. 1059, Πινδ. Ο. 7. 137. ΙΙ. ὡς πρόθεσ. μετὰ γεν., μακρὰν ἀπὸ.., ἀπάτερθεν ὁμίλου Ἰλ. Ε. 445, πρβλ. Θέογν. 1153· γόων ἀπ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 562.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπάτερθεν.

English (Slater)

ᾰπᾰτερθε
   1 apart ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd.) (O. 7.74)

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ-]

• Morfología: [-θεν ante vocal]
adv.
1 aparte, aisladamente, separadamente ἀ. δὲ θωρήσσοντο Il.2.587, cf. h.Merc.403, Thgn.1059
Pi.O.7.74.
2 c. gen. a un lado, apartado de, lejos de ἀ. ὁμίλου Il.5.445, cf. Thgn.1153, γόων ἀ. IUrb.Rom.1379.3 (II/III d.C.).

Greek Monotonic

ἀπάτερθε: και -θεν, [πᾰ], επίρρ.,
I. χωρίς, χωριστά, χώρια, μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως πρόθ. με γεν., μακριά από, ὁμίλου, στο ίδ.