ἔκδετος

Revision as of 18:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον, (ἐκδέω)

   A fastened to, ἐξ ἵππων AP9.97 (Alph.).

German (Pape)

[Seite 756] angebunden, ἐξ ἵππων Alph. 5 (IX, 97).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκδετος: -ον, (ἐκδέω) ἐκδεδεμένος, ἔκδετον ἐξ ἵππων Ἕκτορα συράμενον Ἀνθ. Π. 9. 97, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié à.
Étymologie: ἐκδέω.

Spanish (DGE)

-η, -ον
atado, aprisionado ἐκδέτας δὲ χρὴ γυναῖκας εἶναι τάσδε μηδ' ἀνειμένας S.Ant.578, ἔ. ἐξ ἵππων atado al carro, AP 9.97 (Alph.).

Greek Monotonic

ἔκδετος: -ον (ἐκδέω), αυτός που έχει δεθεί πάνω σε κάτι, σε Ανθ.