ἐκδέω

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδέω Medium diacritics: ἐκδέω Low diacritics: εκδέω Capitals: ΕΚΔΕΩ
Transliteration A: ekdéō Transliteration B: ekdeō Transliteration C: ekdeo Beta Code: e)kde/w

English (LSJ)

bind so as to hang from, fasten to or on, c. gen., πέτρης ἐκ πείσματα δήσας Od.10.96; [δρῦς] ἔκδεον ἡμιόνων they bound the oaks to the mules, i.e. they yoked the mules to them, Il.23.121; τοῦ τείχους Aen.Tact.11.6: abs., σανίδας ἐκδῆσαι ὄπισθε bind planks behind, Od. 22.174; χέρας βρόχοισιν ἐκδήσαντες E.Andr.556: metaph., trace the dependence of one thing on another, Plot.3.3.1: —Med., bind a thing to oneself, hang it round one, ἐκδήσασθαι ἀγάλματα Hdt.4.76; also, bind or fasten for oneself, ἀκταῖσιν..πεισμάτων ἀρχάς E.Hipp.761 (lyr.); τὸν νεκρὸν ἐκ τοῦ δίφρου IG14.1284:—Pass., Luc.Hist.Conscr. 29, al.

Spanish (DGE)

I 1atar, sujetar, enganchar
a) c. gen. de a qué se ata τὰς μὲν (δρῦς) ἔπειτα ... ἔκδεον ἡμιόνων Il.23.121, cf. Polyaen.4.19, πέτρης ἐκ πείσματα δήσας sujetando los cables a una roca, Od.10.96, τοῦ τείχους ἐκδήσας κατεκρέμασε δίκτυα Aen.Tact.11.6, τὸ μειράκιον καὶ καλωδίου ἐκδήσας I.AI 2.31, τριχὸς ἐκδήσας αὑτὸν ἀπηγχόνισεν AP 11.91 (Lucill.), οὗ ζῴου λίνον ἐκδήσαντες Poll.9.124, γυναῖκα ... ἐκδήσαντες τῶν ποδῶν atando a una mujer por los pies Dion.Alex.Fr.1.1 (p.7)
c. dos gen. τὴν κόρην τῆς πρύμνης τῶν ποδῶν ἐκδήσας atando a la joven a la proa por los pies Apollod.3.15.8;
b) c. giro prep. de gen. ῥάμμα ... ἐκ τοῦ ἄκρου Hp.Mul.1.20, τὴν τοῦ Νικάνορος προτομὴν ἐκ τῆς ἄκρας LXX 2Ma.15.35, τὴν μὲν μίαν ἀρχὴν αὐτοῦ ... ἔκ τινος μένοντος χωρίου Hero Fr.2.276, ἐκ τῶν πυλῶν ... θώμιγγας Ael.VH 3.26
c. prep. y ac. τὰς ἀρχὰς τοῦ ἱμάντος ... πρὸς ξύλον ἕτερον Paul.Aeg.6.117.3
c. ἐν y dat. τῇ συνεργίᾳ τοῦ ξύλου τοῦ ἐν αὑτῷ τὴν ... κόμην ἐκδήσαντος con ayuda del árbol que enganchó en sí la cabellera (de Absalón), Gr.Nyss.Pss.119.7;
c) c. adv. σανίδας δ' ἐκδῆσαι ὄπισθε atrancar las hojas (de la puertas) desde fuera e.d. al salir, Od.22.174, κηνεῖ ἐκδήσαντες τὸμ βοῦν Sokolowski 3.151A.31 (Cos IV a.C.);
d) sin indic. de lugar μοτοῦν ὠμολίνῳ μοτῷ, λίνον ἐκδήσας Hp.Morb.2.47b;
e) c. dat. instrum. χέρας βρόχοισιν E.Andr.556, αὐτὴν κάλῳ μεγάλῳ Luc.VH 2.42, τοῖς ῥάμμασιν ἐκδῆσαι Paul.Aeg.6.19;
f) en v. pas. ἐκ δὲ τοῦ ΕΖ ἄξονος ἑτέρα σπάρτος ἐκδεθεῖσα Hero Aut.18.1, cf. Spir.1.17, λάρνακας ... σιδηραῖς ἁλύσεσιν ἐκδεδεμένας I.AI 14.423, τούτους ... ἐπὶ κοντῶν μεγάλων ἐκδεδεμένους Luc.Hist.Cons.29, τῶν ὤτων ἐκδεδεμένους τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὴν γλῶτταν hombres atados de las orejas a la lengua (de Heracles), Luc.Herc.5, cf. D.C.74.12.2;
g) en v. med. mismo sent. σχοῖνον ... οὐδὲν εἶχον ὥστε ἐκδήσασθαι πεῖσμα Longus 2.13.3, c. dat. ἀκταῖσιν ἐκδήσαντο πλεκτὰς πεισμάτων ἀρχάς E.Hipp.761
c. gen. τῶν ἱμονιῶν ... τοὺς καδίσκους Ph.2.89
c. prep. y gen. τὸν νεκρὸν ... ἐκ τοῦ δίφρου Tab.Il.1g.96, ἀπὸ τοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς μήρινθον Aristodem.2
c. dat. instrum. ἄμμου σπυρίδα πλήρη βρόχοις ἐκδησάμενος Ph.2.326.
2 colgar en o de c. εἰς y ac. τὸ σπαρτίον τὸ κόκκινον τοῦτο ... εἰς τὴν θυρίδα LXX Io.2.18
c. ἐπί y dat. ἐπὶ προθύροισι ... ἐκδήσω τοὺς ἱκέτας στεφάνους AP 5.191 (Mel.).
3 fig. hacer depender, vincular ἐπὶ τούτῳ ἐκδήσας κατάβαινε διαιρῶν una vez que hayas hecho depender (todo) de este principio prosigue dividiendo Plot.3.3.1.
II en v. med. colgar de uno mismo, colgarse ἐκδησάμενος ἀγάλματα llevando colgadas imágenes divinas, Hdt.4.76.

German (Pape)

[Seite 756] (s. δέω), an Etwas festbinden, anbinden; δρῦς ἔκδεον ἡμιόνων, sie banden die Eichen an Mauleseln fest, spannten diese zum Fortziehen davor, Il. 23, 121; σανίδας ἐκδῆσαι, die Thüren an den Pfosten anbinden, sie schließen, Od. 22, 174; χέρας βρόχοισιν, an einander binden, Eur. Andr. 556 u. Sp., wie Luc., δράκοντας ἐπὶ κοντῶν ἐκδεδεμένους, darauf festgebunden. – Med., sich Etwas festbinden, ἀγάλματα, umhängen, Her. 4, 76; wie das act. ἀκταῖσιν ἐκδήσαντο πλεκτὰς πεισμάτων ἀρχάς Eur. Hipp. 761, am Gestade; Sp.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. inf. ἐκδῆσαι et part. ἐκδήσας;
lier à : τί τινος attacher une chose à une autre (un câble à un rocher, etc.);
Moy. (seul. ao. et pqp.);
1 attacher à : τί τινι une chose à une autre;
2 abs. attacher à soi-même, càd suspendre à son cou, acc..
Étymologie: ἐκ, δέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκδέω: δέω II] (эп. impf. ἔκδεον)
1 привязывать (δρῦς ἡμιόνων Hom.; med. πεισμάτων ἀρχὰς ἀκταῖσιν Eur.): σανίδας ἐκδῆσαι ὄπισθεν Hom. привязать (дверные) доски, т. е. запереть дверь за собой; ἐκδησάμενος ἀγάλματα Her. увешав себя (священными) изображениями;
2 связывать (χέρας βρόχοισιν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδέω: μέλλ. -δήσω, δένω τι ἔκ τινος, προσδένω εἴς τι, ἐξαρτῶ, μετὰ γεν. πέτρης ἐκ πείσματα δήσας Ὀδ. Κ. 96· δρῦς ἔκδεον ἡμιόνων, ἔδενον τὰς δρῦς εἰς τὰς ἡμιόνους ὅπως ἕλκωσιν αὐτάς, Ψ. 121· ἀπολ., σανίδας ἐκδῆσαι ὄπισθεν, κλεῖσαι, στερεῶσαι, δῆσαι τὴν θύραν ὄπισθεν διὰ τοῦ ἱμάντος, ἢ κατὰ τὸν Merry νὰ δέσωσι σανίδας εἰς τὴν ῥάχιν αὐτοῦ πρὸς τιμωρίαν (πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 931, 940), Ὀδ. Χ. 174· χέρας βρόχοισιν ἐκδήσαντες Εὐρ. Ἀνδρ. 556: - Μέσ., δένω τι «ἐπάνω μου», κρεμῶ τι περὶ ἐμαυτόν, ἐκδήσασθαι ἀγάλματα, προστηθίδια ἢ τύπους τινάς, Ἡρόδ. 4. 76· ὡσαύτως, δένω ἢ στερεώνω δι’ ἐμαυτόν, ἀκταῖσιν... πεισμάτων ἀρχάς, τὰς ἄκρας τῶν σχοινίων, Εὐρ. Ἱππ. 761· τὸν νεκρὸν ἐκ τοῦ δίφρου Συλλ. Ἐπιγρ. 6125. 96.

English (Autenrieth)

ipf. ἔκδεον, aor. inf. ἐκδῆσαι, part. ἐκδήσᾶς: bind or tie to; w. gen., Il. 23.121.

Greek Monolingual

ἐκδέω (Α)
1. δένω στερεά, εξαρτώ
2. προσδιορίζω την εξάρτηση ενός πράγματος από άλλο
3. κρεμώ πάνω μου ή γύρω μου.

Greek Monotonic

ἐκδέω: μέλ. -δήσω, δένω με αποτέλεσμα να κρέμομαι από..., δένομαι, στερεώνομαι σε ή πάνω σε, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., σανίδας ἐκδῆσαι, δένω σανίδες (στη πλάτη, ράχη του), σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., δένω κάτι πάνω μου, κρεμώ κάτι γύρω από τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. -δήσω
to bind so as to hang from, to fasten to or on, c. gen., Il.: absol., σανίδας ἐκδῆσαι to bind planks (to his back), Od.:—Mid. to bind a thing to oneself, hang it round one, Hdt.