ἔκδετος

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκδετος Medium diacritics: ἔκδετος Low diacritics: έκδετος Capitals: ΕΚΔΕΤΟΣ
Transliteration A: ékdetos Transliteration B: ekdetos Transliteration C: ekdetos Beta Code: e)/kdetos

English (LSJ)

ἔκδετον, (ἐκδέω) fastened to, ἐξ ἵππων AP9.97 (Alph.).

Spanish (DGE)

-η, -ον
atado, aprisionado ἐκδέτας δὲ χρὴ γυναῖκας εἶναι τάσδε μηδ' ἀνειμένας S.Ant.578, ἔ. ἐξ ἵππων atado al carro, AP 9.97 (Alph.).

German (Pape)

[Seite 756] angebunden, ἐξ ἵππων Alph. 5 (IX, 97).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié à.
Étymologie: ἐκδέω.

Russian (Dvoretsky)

ἔκδετος: привязанный (ἐξ ἵππων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκδετος: -ον, (ἐκδέω) ἐκδεδεμένος, ἔκδετον ἐξ ἵππων Ἕκτορα συράμενον Ἀνθ. Π. 9. 97, 4.

Greek Monotonic

ἔκδετος: -ον (ἐκδέω), αυτός που έχει δεθεί πάνω σε κάτι, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἔκδετος, ον ἐκδέω
fastened to, Anth.