ἕπευ

Revision as of 18:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Greek (Liddell-Scott)

ἕπευ: Ἰων. παρατ. τοῦ ἕπομαι, ἀλλ’ ἕπευ Ὁμ. Ἰλ. Κ. 146, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. prés. épq. de ἕπομαι.

English (Autenrieth)

see ἕπω.

Greek Monotonic

ἕπευ: Ιων. αντί ἕπου, προστ. του ἕπομαι.