κυνοκλόπος

Revision as of 18:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ὁ,

   A dog-stealer, Ar. Ra.605.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοκλόπος: -ον, ὁ κλέπτων κύνας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 605.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voleur de chien.
Étymologie: κύων, κλέπτω.

Greek Monolingual

κυνοκλόπος, -ον (Α)
αυτός που κλέβει σκύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. βοο-κλόπος, φρενο-κλόπος].

Greek Monotonic

κῠνοκλόπος: -ον (κλέπτω), αυτός που κλέβει σκύλους, σε Αριστοφ.