μυθολόγημα

Revision as of 18:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mythical narrative or description, Pl.Phdr.229c, Lg.663e, Plu.Thes. 14, D.C.50.12.

German (Pape)

[Seite 214] τό, fabelhafte Erzählung; Plat. Phaedr. 229 c Legg. II, 663 e; Plut. Thes. 14; Luc. Philops. 37.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθολόγημα: τό, μυθικὸν διήγημαπεριγραφή, Πλάτ. Φαῖδρ. 229C, Νόμ. 663Ε, Πλουτ. Θησ. 14.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
récit fabuleux.
Étymologie: μυθολογέω.

Greek Monolingual

το (Α μυθολόγημα) μυθολογώ
διήγηση τὸ υπό μορφή μύθου («τὸ μὲν τοῡ Σιδωνίου μυθολόγημα ῥᾴδιον ἐγένετο», Πλάτ.)
νεοελλ.
πλάσμα της φαντασίας, μύθευμα.

Greek Monotonic

μῡθολόγημα: -ατος, τό, μυθικό αφήγημα, σε Πλάτ., Πλούτ.