περιίσχω

Revision as of 18:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A v. περιέχω.

Greek (Liddell-Scott)

περιίσχω: ἴδε περιέχω.

Greek Monolingual

Α
(δ. γρφ.) περιέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἴσχω, άλλος τ. του ἔχω].

Greek Monotonic

περιίσχω: = περιέχω.